βαττ

βαττ
το
βλ. βατ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βάττ' — Βάττε , Βάττος stammerer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάττ' — βάττε , βάττος stammerer masc voc sg βάσσαι , βάζω speak aor imperat mid 2nd sg βάσσαι , βάζω speak aor inf act βάσσα , βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) βάσσε , βάζω speak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βά̱σσᾱͅ , βᾶσσα fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”